- κατοιωνίζομαι
- κατοιωνίζομαι (Α)εκλαμβάνω κάτι ως οιωνό.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + οἰωνίζομαι «προμαντεύω κάτι παρατηρώντας τους οιωνούς»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατοιωνίζου — κατοιωνίζομαι take as an omen pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) κατοιωνίζομαι take as an omen imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)